εκκαθαριστής

εκκαθαριστής
ο ликвидатор

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "εκκαθαριστής" в других словарях:

  • εκκαθαριστής — ο (θηλ. εκκαθαρίστρια) 1. αυτός που διενεργεί εκκαθάριση τών λογαριασμών εταιρείας, καταστήματος κ.λπ. 2. ειδική συσκευή για την αφαίρεση τού γλεύκους από την ακάθαρτη τρυγία που παρασύρεται με τη σύνθλιψη τών σταφυλιών …   Dictionary of Greek

  • εκκαθαριστής — ο θηλ. ίστρια 1. αυτός που κάνει την εκκαθάριση (βλ. λ., 5) των λογαριασμών. 2. στρατιώτης που αποτελεί μέλος ειδικού αποσπάσματος για την εκκαθάριση (βλ. λ., 4) εχθρικής τοποθεσίας: Απόσπασμα εκκαθαριστών. 3. ειδική συσκευή για αφαίρεση της… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»