- εκκαθαριστής
- ο ликвидатор
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκκαθαριστής — ο (θηλ. εκκαθαρίστρια) 1. αυτός που διενεργεί εκκαθάριση τών λογαριασμών εταιρείας, καταστήματος κ.λπ. 2. ειδική συσκευή για την αφαίρεση τού γλεύκους από την ακάθαρτη τρυγία που παρασύρεται με τη σύνθλιψη τών σταφυλιών … Dictionary of Greek
εκκαθαριστής — ο θηλ. ίστρια 1. αυτός που κάνει την εκκαθάριση (βλ. λ., 5) των λογαριασμών. 2. στρατιώτης που αποτελεί μέλος ειδικού αποσπάσματος για την εκκαθάριση (βλ. λ., 4) εχθρικής τοποθεσίας: Απόσπασμα εκκαθαριστών. 3. ειδική συσκευή για αφαίρεση της… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)